- ὡρμάθη
- ὡρμά̱θη , ὁρμάωset in motionaor ind pass 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τόθι — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) 1. (ως απόκριση στο ερωτ. πόθι και στο αναφ. ὅθι) σε αυτή τη θέση 2. όπου («ὡρμάθη ποτὶ σᾱμα πατρός, ὅθι καρτερὸς Ἴδας κεκλιμένος θαεῑτο μάχην», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. το (βλ. λ. τόθεν) τού ουδ … Dictionary of Greek